ξυνυποικουρώ

ξυνυποικουρώ
ξυνυποικουρῶ, -έω (Α)
συνοικουρώ, κατοικώ μαζί με κάποιον, συνυπάρχω («ταυτὶ τὰ νοσήματα καὶ ξυνυποικουρεῑ τῇ φύσει», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύν, αρχ. τ. τού σύν + ὑποικουρῶ «μένω κρυμμένος στο σπίτι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”